διαχαυνόω: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6_23)
 
(big3_11)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχαυνόω''': καθιστῶ τινα χαῦνον, Ἰω. Χρυσ. 3. 835.
|lstext='''διαχαυνόω''': καθιστῶ τινα χαῦνον, Ἰω. Χρυσ. 3. 835.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrir un hueco en]], fig. [[ablandar]], [[relajar]] ἐπειδὰν (ὁ [[διάβολος]]) μικρὸν ἡμᾶς διαχαυνώσῃ Chrys.M.62.102, ὁ ἔπαινος ... διαχαυνοῖ τὸν φιλέπαινον Eust.796.20.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[ablandarse]] εἰώθασιν ... πάντες ἄνθρωποι διαχαυνοῦσθαι τὴν διάνοιαν Tit.Bost.<i>Man</i>.M.18.1160C.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαχαυνόω: καθιστῶ τινα χαῦνον, Ἰω. Χρυσ. 3. 835.

Spanish (DGE)

1 abrir un hueco en, fig. ablandar, relajar ἐπειδὰν (ὁ διάβολος) μικρὸν ἡμᾶς διαχαυνώσῃ Chrys.M.62.102, ὁ ἔπαινος ... διαχαυνοῖ τὸν φιλέπαινον Eust.796.20.
2 intr., en v. med. ablandarse εἰώθασιν ... πάντες ἄνθρωποι διαχαυνοῦσθαι τὴν διάνοιαν Tit.Bost.Man.M.18.1160C.