διαχαυνόω

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek (Liddell-Scott)

διαχαυνόω: καθιστῶ τινα χαῦνον, Ἰω. Χρυσ. 3. 835.

Spanish (DGE)

1 abrir un hueco en, fig. ablandar, relajar ἐπειδὰν (ὁ διάβολος) μικρὸν ἡμᾶς διαχαυνώσῃ Chrys.M.62.102, ὁ ἔπαινος ... διαχαυνοῖ τὸν φιλέπαινον Eust.796.20.
2 intr., en v. med. ablandarse εἰώθασιν ... πάντες ἄνθρωποι διαχαυνοῦσθαι τὴν διάνοιαν Tit.Bost.Man.M.18.1160C.