διηνεκίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_1)
 
(big3_11)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διηνεκίζω''': [[αἰωνίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμερ., σ. 26· πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 7.
|lstext='''διηνεκίζω''': [[αἰωνίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμερ., σ. 26· πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser eterno]]como sinón. de [[αἰωνίζω]] Hdn.<i>Epim</i>.26.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διηνεκίζω: αἰωνίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ., σ. 26· πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 7.

Spanish (DGE)

ser eternocomo sinón. de αἰωνίζω Hdn.Epim.26.