ἐνθρονιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(6_10)
 
(big3_15)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.
|lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inaugural]], [[relativo a la consagración]] ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν [[αὐτοῦ]] (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.<i>Fr</i>. en Io.D.M.95.76B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. [[pago]], [[estipendio por la ordenación]] realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.<i>Nou</i>.123.3.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονιαστικός: -ή, -όν, = ἐνθρονιστικός, Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inaugural, relativo a la consagración ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν αὐτοῦ (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B
neutr. plu. subst. pago, estipendio por la ordenación realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.Nou.123.3.