ἐνουλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(6_15)
(big3_15)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνουλισμός''': ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.
|lstext='''ἐνουλισμός''': ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[rizo]], [[bucle]] (γυναῖκες) τῶν πλοκάμων τοὺς ἐνουλισμοὺς ἀσκοῦσαι Clem.Al.<i>Paed</i>.3.2.5.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, das Kräuseln, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουλισμός: ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
rizo, bucle (γυναῖκες) τῶν πλοκάμων τοὺς ἐνουλισμοὺς ἀσκοῦσαι Clem.Al.Paed.3.2.5.