Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρύσιος: Difference between revisions

From LSJ
(6_1)
 
(47b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρύσιος''': (= [[χρύσεος]], οῦς), ἴδε [[χαλκίαν]]. - Καὶ ἐν τοῖς Σαπφοῦς εὕρηται αὕτη ἡ γραφὴ τοῦ ἐπιθέτου.
|lstext='''χρύσιος''': (= [[χρύσεος]], οῦς), ἴδε [[χαλκίαν]]. - Καὶ ἐν τοῖς Σαπφοῦς εὕρηται αὕτη ἡ γραφὴ τοῦ ἐπιθέτου.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χρυσός]] (II).
}}
}}

Revision as of 06:09, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χρύσιος: (= χρύσεος, οῦς), ἴδε χαλκίαν. - Καὶ ἐν τοῖς Σαπφοῦς εὕρηται αὕτη ἡ γραφὴ τοῦ ἐπιθέτου.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. χρυσός (II).