άπαις
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)
όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)
αρχ.
1. χωρίς παιδιά
2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)
β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)
γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)
δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).