αποζεύω
From LSJ
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
Greek Monolingual
(Μ ἀποζεύω
Α ἀποζεύγνυμι κ. ἀποζευγνύω)
ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό
αρχ.
1. διαχωρίζω
2. (-μαι)
αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι
3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» — σταμάτησα να περπατώ.