άρκα
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)
θήκη, κιβωτός, ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].