αμπαρώνω

From LSJ
Revision as of 23:33, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια
η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπάρα.
ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός].