συνεννόηση

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων»)
2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους»)
3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση»)
4. μυστική συμφωνία
5. φρ. α) «Εγκάρδια Συνεννόηση» — διμερείς συμφωνίες ανάμεσα στη Γαλλία και τη Ρωσία, τη Βρετανία και τη Γαλλία και, τέλος, τη Ρωσία και τη Βρετανία, που οδήγησαν τις τρεις Δυνάμεις σε ένα κοινό μέτωπο εναντίον της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, αλλ. Αντάντ
β) «Τριπλή Συνεννόηση» — επίσημη συμμαχία μετά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου, κατά την οποία οι τρεις Δυνάμεις, Γαλλία, Ρωσία, Βρετανία, συμφώνησαν να μην υπογράψουν χωριστές συνθήκες ειρήνης με τους αντιπάλους της Τριπλής Συμμαχίας, δηλαδή τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία
γ) «Μικρή Συνεννόηση» — συμμαχία που προήλθε από το σύνολο τών διμερών συνθηκών (1920-1921) ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία και κατοχυρώθηκε με την κοινή συνθήκη του Βελιγραδίου (1929), η οποία είχε ως σκοπό τη διατήρηση του καθεστώτος που δημιούργησε στην Κεντρική Ευρώπη η Συνθήκη του Τριανόν, αλλ. μικρή Αντάντ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεννοούμαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεννόησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].