ἀριστόνικος

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,")

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόνῑκος Medium diacritics: ἀριστόνικος Low diacritics: αριστόνικος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: aristónikos Transliteration B: aristonikos Transliteration C: aristonikos Beta Code: a)risto/nikos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A gaining glorious victory, κράτος Trag.Adesp. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόνῑκος: -ον, ὁ διδούς, ὁ παρέχων ἀρίστην νίκην, λαβών ἀριστόνικον ἐν μάχῃ κράτος Ἀθήν. 457Β, ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα Ἀριστόνικος. ΙΙ. ὁ ἐνδόξως νικῶν, στρατάρχης ἀριστόνικος, νίκαις πολλαῖς ἐκπρέπων Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 3188.

Spanish (DGE)

(ἀριστόνῑκος) -ον

• Grafía: graf. -νεικ- IG 12(5).521 (Citno I/II d.C.)

• Prosodia: [ᾰ-]
que obtiene la mejor victoria κράτος Trag.Adesp.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα IG l.c. (tal vez n. pr.).

Greek Monolingual

ἀριστόνικος, -ον (AM)
αυτός που κερδίζει ένδοξη νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -νικος < νίκη.