αμετάβλητος

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν)
αμεταβλησία, σταθερότητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ - στερ. + μεταβλητός.