αμετάβλητος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν)
αμεταβλησία, σταθερότητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀ- στερ. + μεταβλητός.