Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἁμαρτωλή, η (Α)η αμαρτία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.ΠΑΡ. ἁμαρτωλόςαρχ.ἁμαρτωλία.