ἄργεμα

Revision as of 12:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 345] τό, eigtl. das Weiße, ein Schaden auf der Iris des Auges, Theophr. wie λεύκωμα.

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.