αργεύω

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

ἀργεύω [[[αργός]] II]
νεοελλ.
1. αργοπορώ
2. επιβάλλω την ποινή της αργίας σε κληρικό
αρχ.
αργώ.