αργεύω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

ἀργεύω [[[αργός]] II]
νεοελλ.
1. αργοπορώ
2. επιβάλλω την ποινή της αργίας σε κληρικό
αρχ.
αργώ.