Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπαριάζω

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα
2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπάρι.
ΠΑΡ. αμπάριασμα].