αβανταδόρος

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -α και -ισσα)
1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές
3. γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβάντα.
ΠΑΡ. αβανταδόρικος].