εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
ἄβρωτος, -ον (Α)
1. ο ακατάλληλος για φάγωμα
2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + βρωτός < βιβρώσκω.