δεκαεπτά

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

German (Pape)

[Seite 542] Sp., für ἐννεακαίδεκαu. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαεπτά: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δέκα.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δεχεπτά I.BI 5.466, SEG 33.1475 (Cirenaica I/II d.C.)

• Grafía: frec. escrito δέκα ἑπτά
diecisiete Arist.Metaph.1093a30, IIasos 1.83 (IV a.C.), Didyma 427.10 (III a.C.), PSI 509.13 (III a.C.), PCair.Zen.72.3 (III a.C.), I.BI 2.293, l.c., SEG l.c., Str.2.5.42, Plu.TG 12, S.E.M.1.114, PCol.137.94 (IV d.C.), PMich.683.2 (V d.C.)
en fechas πρὸ ἡμερῶν δ. Καλανδῶν Νοενβρίων IG 7.413.60 (Oropo I a.C.), cf. Iust.Nou.22.46.

Greek Monolingual

και δεκαεφτά (AM δέκα ἑπτά)
ο αριθμός που αποτελείται από μια δεκάδα και επτά μονάδες.

Russian (Dvoretsky)

δεκαεπτά: οἱ, αἱ, τά indecl. Diod. = ἑπτακαίδεκα.