ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Hsch. (perh. for *ψηκτήρ).
ψακτήρ: ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Ἡσύχ. (ἴσως ἀντὶ ψυκτήρ).
-ῆρος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ψήχω, με επίθημα -τήρ, αλλά εμφανίζει, αντί του αναμενόμενου αρχ. -η- του θ. (πρβλ. ψήκτρα), -ᾱ- μακρό (βλ. λ. ψήω)].