ψυχοσωματικός

Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως, καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychosomatique (< ψυχή + σώμα + κατάλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].