στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά
2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο
α) ιχθυοπωλείο
β) ψαροκάικο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα
(με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. -ικος (πρβλ. φαγ-άδ-ικος)].