-ον, ΜΑ(ως ερμ. της λ. εὐῶπις) αυτός που έχει ωραία μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].