ωραιόφθαλμος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ως ερμ. της λ. εὐῶπις) αυτός που έχει ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλόφθαλμος].