Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αβαρής

From LSJ
Revision as of 23:00, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "astxt=* " to "astxt=")

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117

English (Abbott-Smith)

αβαρής, -ές (< βαρός),
without weight; metaph. (MM, VGT, s.v.) not burdensome: II Co 11:9.†

Greek Monolingual

-ές και άβαρος, -η, -ο (Α ἀβαρής, -ές) βάρος
ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς
νεοελλ.
άμυαλος, ασύνετος
αρχ.
ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός.