αγγλόφιλος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
-η, -ο
αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Άγγλος + φίλος.
ΠΑΡ. αγγλοφιλία].