αγγλόφιλος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Άγγλος + φίλος.
ΠΑΡ. αγγλοφιλία].