αγλαοφεγγής
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
ἀγλαοφεγγής, ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ζωηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φέγγος.