νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(-έω)κοσμώ, στολίζω με διαμάντια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + κοσμώ.ΠΑΡ. αδαμαντοκόσμητος].