κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
ἀγλαοεργός, -ον (Α)ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.