αδιάντροπος

Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δι-εντρέπομαι
ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. του αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ-πομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά].