αδιάτρεπτος
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀδιάτρεπτος, -ον)
1. αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αμετάβλητος («αδιάτρεπτος γνώμη»)
2. (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιατρεψία.