επεγκλίνω
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
ἐπεγκλίνω (Α)
1. κλίνω, ρέπω, στρέφω προς κάτι
2. φρ. «ἐγκλινω τὸν νοῦν
» — προσέχω.