επεγκλίνω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ἐπεγκλίνω (Α)
1. κλίνω, ρέπω, στρέφω προς κάτι
2. φρ. «ἐγκλινω τὸν νοῦν» — προσέχω.