νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)
(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -γεννος (< γέννα), πρβλ. καλό-γεννος].