ετεροσχήμων

Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].