εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή
αρχ.
αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].