επονείδιστος
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπονείδιστος, -ον)
άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ονειδιστός (< ονειδίζω].