ατιμωτικός
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ατίμωση, ο επονείδιστος
2. απρεπής
3. φρ. «ατιμωτικά αδικήματα» — αδικήματα που επιφέρουν την πρόσκαιρη ή ισόβια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου.