ἐπονείδιστος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπονείδιστος Medium diacritics: ἐπονείδιστος Low diacritics: επονείδιστος Capitals: ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eponeídistos Transliteration B: eponeidistos Transliteration C: eponeidistos Beta Code: e)ponei/distos

English (LSJ)

ἐπονείδιστον, to be reproached, disgraceful, shameful, E.IT689; ἐπονείδιστος εἰρήνη Isoc.12.106 (Comp.), cf. D.19.336; ἀμαθία Pl.Ap.29b, etc.; τινι to one, X.Smp.8.34; ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι is matter of reproach, D.26.19; ὄνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς the name of reproach among men, E.Fr.922: Comp., Arist.EN1119a25: Sup., X.Smp. 8.19. Adv. ἐπονειδίστως = shamefully, Pl.Lg.633e, Isoc.4.60; also in act. sense, so as to shame, ψέγειν Plb.1.14.5.

German (Pape)

[Seite 1008] schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαθία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswert, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσθαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu'on peut reprocher à qqn;
Cp. ἐπονειδιστότερος, Sp. ἐπονειδιστότατος.
Étymologie: ἐπί, ὀνειδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπονείδιστος: постыдный, позорный (ἐπονείδιστόν τι λέγειν Eur.; ἀμαθία Plat.; εἰρήνη Isocr.; ἡδονή Arst.; αἰσχρὸς καὶ ἐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπονείδιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, αἰσχρός, καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. εἰρήνη Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· ἀμαθία Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι Δημ. 806. 7· τοὔνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπονείδιστος, -ον)
άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ονειδιστός (< ονειδίζω].

Greek Monotonic

ἐπονείδιστος: -ον (ὀνειδίζω), αξιόμεμπτος, επαίσχυντος, ατιμωτικός, εξευτελιστικός, σε Ευρ., Πλάτ.· ἐπονείδιστον ἐστι, είναι ζήτημα αξιοκατάκριτο, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπ-ονείδιστος, ον ὀνειδίζω
to be reproached, shameful, ignominious, Eur., Plat.; ἐπονείδιστόν ἐστι is matter of reproach, Dem.

Translations

shameful

Aromanian: arushinos; Bulgarian: срамен, позорен; Catalan: vergonyós, escadalós; Chinese Mandarin: 可恥, 可耻; Czech: hanebný, ostudný; Dutch: beschamend; Finnish: häpeällinen; French: honteux, scandaleux; Galician: vergoñoso; German: schandbar, beschämend, blamabel, peinlich; Gothic: 𐌰𐌲𐌻𐍃; Greek: αισχυντηλός, ντροπιαστικός; Ancient Greek: αἰσχρός, ἀεικής; Hungarian: szégyenletes; Irish: náireach, náiriúil, adhnáireach, aithiseach; Italian: vergognoso; Japanese: 恥ずべき; Latin: pudibundus, deformis; Malayalam: ലജ്ജാവഹമായ; Norwegian: skamfull; Plautdietsch: schomphaupt, schaundhauft, schaundboa; Polish: haniebny; Portuguese: vergonhoso; Romanian: rușinos; Russian: позорный, постыдный; Scottish Gaelic: nàr; Serbo-Croatian: sramotan; Spanish: vergonzoso; Swedish: skamlig; Ukrainian: стидний, соромний, соромі́тний; Zazaki: arey

disgraceful

Aromanian: arushinos; Bulgarian: срамен, позорен; Chinese Mandarin: 可恥, 羞慚; Czech: ostudný; Danish: skammelig; Finnish: häpeällinen; French: honteux, scandaleux, déshonorant, ignominieux; German: schändlich, skandalös, erbärmlich; Greek: αισχρός, ελεεινός; Ancient Greek: αἰσχρός; Hebrew: מַחְפִּיר‎; Hungarian: szégyenletes; Italian: vergognoso, disonorevole, deprecabile, obbrobrioso, disonorante, ignominioso; Japanese: 恥ずべき, 不名誉な; Korean: 수치스러운; Latin: deformis, indecor, ignominiosus; Manx: anghooagh; Maori: whakatautauhea; Norwegian: vanærende, skammelig, skjendig; Plautdietsch: schentlich, schaundhauft, schaundboa; Portuguese: vergonhoso, infame; Romanian: rușinos; Russian: позорный, постыдный; Scottish Gaelic: nàr; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчастан; Roman: beščastan; Spanish: vergonzoso, deshonroso, escandaloso, ignominioso

blameworthy

Arabic: مَلُوم‎; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd