ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ομέλος του πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αέρας + ναύτης, πρβλ. γαλλ. aeronaute].