εὔκομπος, -ον (Α)αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].