ἐκπαφλασμός

Revision as of 19:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A boiling over, ib.29.

German (Pape)

[Seite 771] ὁ, das Aufspringen u. prasselnde Zerplatzen der Blasen beim Kochen, Arist. Probl. 24, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαφλασμός: ὁ, τὸ ἐκπαφλάζειν, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
acción de desbordarse una sopa que hierve de más ποιεῖ μὲν τὸν ἐκπαφλασμὸν τὸ θερμὸν ἐξατμίζον Arist.Pr.936b29.

Greek Monolingual

ἐκπαφλασμός, ο (Α)
το να χύνεται έξω από το σκεύος κάτι που βράζει.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαφλασμός: ὁ кипение через край Arst.