ἐκπαφλασμός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὁ, boiling over, ib.29.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
acción de desbordarse una sopa que hierve de más ποιεῖ μὲν τὸν ἐκπαφλασμὸν τὸ θερμὸν ἐξατμίζον Arist.Pr.936b29.
German (Pape)
[Seite 771] ὁ, das Aufspringen u. prasselnde Zerplatzen der Blasen beim Kochen, Arist. Probl. 24, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπαφλασμός: ὁ кипение через край Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαφλασμός: ὁ, τὸ ἐκπαφλάζειν, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 2.
Greek Monolingual
ἐκπαφλασμός, ο (Α)
το να χύνεται έξω από το σκεύος κάτι που βράζει.