αιρεσιομάχος
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Greek Monolingual
αἱρεσιομάχος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].