αιολόστομος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
αἰολόστομος, -ον (Α)
(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.