ζωθαλπής

Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

ές, (θάλπω)

   A warming or cheering life, Nonn.D.1.454:— fem. ζώθαλπις, ιδος, ib.16.397 (v.l. -πέες).

German (Pape)

[Seite 1142] ές, Leben erwärmend, anfachend, Nonn. D. 1, 454.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθαλπής: -ές, (θάλπω) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454· -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, αὐτόθι 16. 397.

Greek Monolingual

ζωθαλπής, -ές, θηλ. και ζώθαλπις, -ιδος (Α)
αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο-θαλπής, πυρι-θαλπής].