ζωοσταγής

From LSJ
Revision as of 09:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζωοσταγής: -ές, ὁ στάζων ζωήν, βότρυς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωοσταγής, -ές (Μ)
αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμο-σταγής, μελι-σταγής].