θαλασσόπαις

Revision as of 16:34, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,

   A child of the sea, Lyc. 892.

German (Pape)

[Seite 1183] ὁ, Meeressohn, Triton, Lycophr. 892.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, τέκνον τῆς θαλάσσης, Τρίτων Λυκόφρ. 892.

Greek Monolingual

θαλασσόπαις, ό, ή (Α)
γιος της θάλασσας («θαλασσόπαις Τρίτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + παις «παιδί»].